Ο Δημήτρης Τσιμπανούλης γεννήθηκε στο Βόλο το 1957. Γονείς του ήταν ο δικηγόρος Βόλου Γιώργος Τσιμπανούλης, με καταγωγή από την Πορταριά, και η Φιλίτσα (Φούλα) Τσιμπανούλη, το γένος Αργυροπούλου, με καταγωγή από τον Άγιο Γεώργιο Νηλείας. Ήταν μαθητής του 3ου Δημοτικού Σχολείου Βόλου και στη συνέχεια του Β΄ Γυμνασίου Αρρένων Βόλου, απ’ όπου και αποφοίτησε το 1975 με βαθμό άριστα «20».
Το φθινόπωρο του 1975 άρχισε τις σπουδές του ως φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πήρε το πτυχίο του τον Ιούνιο του 1980 με βαθμό άριστα «10». Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Φραγκφούρτη της (τότε) Δυτικής Γερμανίας. Ήταν επί 4 έτη υπότροφος της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (DAAD). Τον Ιούνιο του 1986 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Φραγκφούρτης με βαθμό «summa cum laude».
Καθηγητές του ήταν ο Friedrich Kübler και ο Σπύρος Σημίτης. Θέμα της διδακτορικής του διατριβής ήταν «Ο ιδρυτικός έλεγχος των συνεταιρισμών». Εργάστηκε επίσης, παράλληλα με τις σπουδές του, για τρία έτη ως επιμελητής στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης διδάσκοντας Μεθοδολογία Δικαίου, καθώς και επί εξάμηνο ως επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Δικαίου Μεταφορών. Επί δύο έτη ήταν επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Max Planck της Ευρωπαϊκής Ιστορίας του Δικαίου στη Φραγκφούρτη, ως βοηθός του καθηγητή Helmut Coing, μέχρι τον Απρίλιο του 1987, οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης στο 506 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού.
Από τον Φεβρουάριο 1983 είναι δικηγόρος Αθηνών. Το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ελλάδα άρχισε να ασκεί από τον Απρίλιο του 1988, όταν εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Από τον Απρίλιο 1988 ως το Δεκέμβριο του 1988 ήταν νομικός σύμβουλος του τότε υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας Θεόδωρου Καρατζά. Συμμετείχε στην προετοιμασία σύγχρονων νομοθετημάτων για την αναμόρφωση του ελληνικού χρηματιστηριακού δικαίου και την εισαγωγή νέων τραπεζικών θεσμών.
Από τον Ιανουάριο του 1989 ως τον Ιανουάριο του 1996 ήταν συνεργάτης στο δικηγορικό γραφείο Καρατζά – Περάκη. Παράλληλα, από το Φεβρουάριο του 1996, εργάζεται ως δικηγόρος στη Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος. Από τον Μάιο του 2012 έχει το βαθμό του υποδιευθυντή – συμβούλου. Το Φεβρουάριο του 1996 ίδρυσε το Δικηγορικό Γραφείο «Τσιμπανούλης & Συνεργάτες». Από το 2002 είναι Διευθύνων Εταίρος της Δικηγορικής Εταιρίας «Τσιμπανούλης & Συνεταίροι» που ιδρύθηκε το ίδιο έτος.
Η διεθνή καριέρα
Ο Δημήτρης Τσιμπανούλης έχει διεθνή παρουσία σε πολλές διεθνείς και ευρωπαϊκές ομάδες εργασίας νομικών εμπειρογνωμόνων. Ενδεικτικά, ήταν μέλος, ως εκπρόσωπος της Τραπέζης της Ελλάδος, στην Επιτροπή του Unidroit που προετοίμασε τη Διεθνή Συνθήκη της Γενεύης για τους τίτλους σε λογιστική μορφή (2004-2009) (Geneva Securities Convention), της Επιτροπής του Unidroit για τις αναδυόμενες αγορές (από το 2008-2013), της Επιτροπής Νομικών Εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «EU Clearing and Settlement – Legal Certainty Group» (2005-2009), της Επιτροπής Νομικών Εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Insolvency Law Experts Group (ILEG)» (2010-2013) και πολλών άλλων ευρωπαϊκών επιτροπών νομικών εμπειρογνωμόνων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως του «Payment Systems Government Experts Group» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς 1993-2005), Legal Task Force on Payment Systems and FLEX/Financial Law Experts (EMI/ECB) (1994-2002). Είναι επίσης ιδρυτικό μέλος από το 1999 του European Financial Markets Lawyers Group που λειτουργεί υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (www.efmlg.org).
Η παρουσία του στον επιστημονικό χώρο του οικονομικού δικαίου.
Στην Ελλάδα, εκτός από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, έχει σημαντική παρουσία στον επιστημονικό χώρο του οικονομικού δικαίου. Από το 2000 ως το 2015 δίδασκε δίκαιο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στο μεταπτυχιακό τμήμα νομικών του ALBA. Έχει επίσης διδάξει δίκαιο κεφαλαιαγοράς και τραπεζικό δίκαιο σε μεταπτυχιακά τμήματα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Συμμετείχε ακόμη ως ομιλητής σε μεγάλο αριθμό συνεδρίων και επιστημονικών εκδηλώσεων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΕΠΕ (1995-2001) και του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (2009-2017).
Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τραπεζικού και Χρηματοοικονομικού Δικαίου (AEDBF, Παρίσι) από το 2003. Από το 2012 ως το 2015 διετέλεσε και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω ευρωπαϊκής ένωσης. Είναι επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου από το 2003. Από το 2009 είναι Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Χρηματοοικονομικού Δικαίου.
Υπήρξε μέλος πολλών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών για νομοθετήματα τραπεζικού δικαίου, δικαίου της κεφαλαιαγοράς και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ελλάδα.
Κατά την περίοδο 2000-2004 ήταν ο νομικός σύμβουλος του Υπουργού Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας για την αναμόρφωση της κυπριακής κεφαλαιαγοράς και την εναρμόνιση του κυπριακού δικαίου με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Διετέλεσε σύμβουλος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2001-2004) και παρείχε νομικές υπηρεσίες στην Κυβέρνηση και την εποπτική αρχή της Αλβανίας επί θεμάτων κεφαλαιαγοράς στο πλαίσιο προγράμματος της EBRD για τη σύνταξη νομοσχεδίου για εταιρικά ομόλογα και ομόλογα φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης. Έχει εκπροσωπήσει την Τράπεζα της Ελλάδος σε πάνω από 200 δίκες στο Συμβούλιο της Επικρατείας για σημαντικά νομικά θέματα, όπως το PSI.