Του Μάριου Τριανταφύλλου,
Πολιτικού Επιστήμονα/Πολιτικού Αναλυτή*
Οι εξελίξεις την περίοδο που προηγήθηκε στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και η πρόσφατη ανάφλεξη στον Καύκασο με τη σύγκρουση Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν για τον έλεγχο του θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, έχουν φέρει με ανησυχητικό τρόπο στο προσκήνιο τη γειτονική Τουρκία. Είναι γεγονός ότι, οι διακυμάνσεις στις ελληνό-τουρκικές σχέσεις από το 1974 και εντεύθεν (για να μην πούμε από την ίδρυση της σύγχρονης τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ το 1923) είναι διαρκείς. Βέβαια, δεν ήταν λίγες και οι περιπτώσεις που η ένοπλη σύρραξη ανάμεσα στις δύο χώρες αποφεύχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή (χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή των Ιμίων το Γενάρη του 1996) μετά από παρέμβαση τρίτων χωρών (Η.Π.Α.).
Ωστόσο, οι τουρκικές ενέργειες το καλοκαίρι που μας πέρασε (έξοδος του ORUC REIS για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και η παρουσία τρυπανιών στην Κυπριακή Α.Ο.Ζ.) σε συνδυασμό με την υπογραφή του Τούρκο-λιβυκού μνημονίου, αλλά και κινήσεων όπως: η εμπλοκή στον Συριακό εμφύλιο, η αγορά των S-400, η διαχείριση του προσφυγικού, η εν γένει διπλωματική και στρατιωτική της επέκταση, δημιουργούν εύλογα ερωτήματα, και κυρίως προβληματισμό, για τον ρόλο που επιφυλάσσει η γείτων για τον εαυτό της στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ευρύτερη περιοχή (Μέση Ανατολή, Καύκασο, χώρες του Μαγκρέμπ, Υποσαχάρια Αφρική).
Αν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί η παρουσία του Ταγίπ Ερντογάν στην ηγεσία/Προεδρία της Τουρκίας, ενός ανθρώπου κατ’ έξοχήν απρόβλεπτου, εμφορούμενου από έντονο έως ακραίο ισλαμισμό και με επεκτατικές διαθέσεις, τότε τα πράγματα γίνονται άκρως ανησυχητικά.
Το στοιχείο εκείνο όμως που διαφοροποιεί και σε μεγάλο βαθμό αναβαθμίζει τον χαρακτήρα της απειλής, είναι η τάση αναθεωρητισμού που την χαρακτηρίζει. Ειδικότερα, το γεγονός ότι, όλα τα μέλη της τουρκικής κυβέρνησης δεν περιορίζονται απλώς σε μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις (κάτι που όπως προαναφέρθηκε χαρακτήριζε την τουρκική πολιτική έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου και που θα ήταν ερμηνεύσιμη στα πλαίσια ικανοποίησης του εσωτερικού ακροατηρίου), αλλά διαρκώς μιλούν για την ανάγκη αναθεώρησης ή πιο κομψά επικαιροποίησης των διεθνών Συνθηκών (Λωζάννης, Παρισίων κ.α.) που διαμόρφωσαν τα σύνορα των χωρών/την περιοχή συνολικά, καθιστούν την Τουρκία παράγοντα αποσταθεροποίησης και ανατροπής.
Αυτή δε η τάση αναθεωρητισμού, δεν προκύπτει μόνο από μια απλή επιδίωξη της γείτονος να διασφαλίσει το μερίδιο που θεωρεί ότι της αναλογεί, από τους φυσικούς πόρους και τις διελεύσεις αγωγών, αλλά από μια πεποίθηση, ότι η ίδια αποτελεί το κέντρο και μοναδικό, πραγματικό εκφραστή του Σουνιτικού Ισλάμ, τον προστάτη των μουσουλμάνων ανά τον κόσμο, τον πυρήνα σε τελευταία ανάλυση ενός σύγχρονου Χαλιφάτου άξιου διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η συμπεριφορά της αυτή, όπως είναι άλλωστε αναμενόμενο, έχει προκαλέσει την αντίδραση όχι μόνο χωρών της περιοχής που θίγονται (Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Συρία, Ισραήλ), αλλά και παραδοσιακών της και μη, συμμάχων (όπως οι Η.Π.Α., Γαλλία κ.α.), ενώ και η αντίδραση χωρών (Σαουδική Αραβία, Η.Α.Ε., Αίγυπτος) βασικών εκφραστών του μουσουλμανικού κόσμου, εξαιρουμένων του Κατάρ και του Σιϊτικού Ιράν, είναι ιδιαίτερα έντονη.
Θλιβερή εξαίρεση η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία για ακόμη μια φορά εν όψει ενός πολύ σημαντικού προβλήματος που εμφανίζεται στη γειτονιά της και απειλεί κράτη-μέλη της, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, παρουσιάζεται όχι απλώς αδύναμη να επιβάλλει λύσεις, να προστατεύσει και να διασφαλίσει τα ζωτικά της συμφέροντα και Ευρωπαϊκά σύνορα, αλλά το κυριότερο εμφανίζεται διαιρεμένη. Από τη μια, μια ομάδα χωρών με προεξάρχουσες Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία κ.α., υπολογίζοντας περισσότερο τα στενά εθνικά τους συμφέροντα (πωλήσεις όπλων, μεταναστευτικές ροές, οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές), όχι μόνο δεν πιέζουν/τιμωρούν την Τουρκία, αλλά με τη στάση τους μάλλον την αβαντάρουν.
Από την άλλη, Γαλλία, Αυστρία κ.α. και πάλι για τους δικούς τους λόγους (γεωπολιτικούς, στρατηγικούς, μεταναστευτικό) εναντιώνονται στις τουρκικές βλέψεις. Ούτε λόγος βέβαια να γίνεται για το Ν.Α.Τ.Ο., το οποίο λειτουργεί αρκετές φορές ως Πόντιος Πιλάτος και ακόμη περισσότερες ως ο επιτήδειος ουδέτερος. Ενώ και η επανακάμπτουσα στην περιοχή Ρωσία βλέπει την Τουρκία σαν ένα χρήσιμο εργαλείο επίτευξης των γεωστρατηγικών και γεωπολιτικών της επιδιώξεων έναντι της Δύσης, παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμφέροντα του «Τσάρου» και του «Σουλτάνου» έρχονται σε σύγκρουση.
Με βάση τα παραπάνω, η χώρα μας θα πρέπει να ακολουθήσει μια δυναμική εξωτερική πολιτική συμμαχιών με χώρες του αραβικού κόσμου, με τριμερείς συμμαχίες με χώρες της περιοχής, ενίσχυση των δεσμών με τις Η.Π.Α και άσκηση πιέσεων μέσω του Ελληνο-αμερικανικού λόμπυ, ενώ θα πρέπει να πιέζει σε συνεννόηση με την Κύπρο και άλλες φιλικές χώρες π.χ. Γαλλία ώστε η Ε.Ε. να υιοθετήσει σκληρή στάση έναντι της Τουρκίας (εμπορικές και οικονομικές κυρώσεις, διακοπή ενταξιακών διαπραγματεύσεων, πάγωμα της τελωνειακής ένωσης, περικοπή κονδυλίων). Παράλληλα με τη διπλωματία πρέπει να διατηρεί και να ενισχύσει με τρόπο ουσιαστικό, παρά τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, τις Ένοπλες Δυνάμεις της δια παν ενδεχόμενο. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα δεν θα ήταν σόφρον να κάτσει στο τραπέζι των όποιων διαπραγματεύσεων με τους όρους και την agenda της Τουρκίας.
Εν κατακλείδι, η Τουρκία έχει αρχίσει να αποτελεί για την ευρύτερη περιοχή, κυρίως δε για Ελλάδα και Κύπρο, παράγοντα αναταραχής και αποσταθεροποίησης. Ως εκ τούτου, αντί να γίνεται μέρος της λύσης των προβλημάτων που ανακύπτουν, καθίσταται πηγή αυτών, με την ανοχή βέβαια σε πολλές περιπτώσεις των ισχυρών χωρών, οι οποίες θα πρέπει να αναθεωρήσουν την στάση τους απέναντι της πριν να είναι πολύ αργά.
Υ.Γ. Αν μπορεί να γίνει μια εκτίμηση για τις μελλοντικές εξελίξεις, όλη αυτή η επεκτατική συμπεριφορά σε συνδυασμό με τη φύση του Ερντογανικού καθεστώτος (αυταρχισμός, νεποτισμός και γάντζωμα στην εξουσία) και τα συνεχώς εντεινόμενα εσωτερικά προβλήματα (φτώχεια, ακρίβεια, ανεργία, Κουρδικό ζήτημα), δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα με απρόβλεπτες συνέπειες για την επιβίωση και ενότητα αυτού του γίγαντα με τα πήλινα πόδια.
* Ο Μάριος Τριανταφύλλου γεννήθηκε και ζεί στο Βόλο. Είναι Αριστούχος απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ. και κατέχει Master στην Πολιτική Ανάλυση από το ίδιο τμήμα. Μιλάει δύο γλώσσες, Αγγλικά και Ιταλικά, ενώ τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην Σύγχρονη Ελληνική Κοινωνική και Πολιτική Ιστορία.