«Επάνω εις έναν βράχο του ανατολικού Πηλίου, κάτωθεν του χωρίου Λαμπινού και σιμά εις το πέλαγος είναι κτισμένο το μονύδριον της Παναγίας της Λαμπηδόνας μαστιζόμενον από θύελλας και λαίλαπας,… νανουριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι’αυτό…. Ολόγυρα εις τους τοίχους του ναΐσκου, υψηλά άνω των υπερθύρων και υπό τα γείσα της στέγης, υπάρχουν ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων… όλα χρωματιστά, γαλάζια και υποπράσινα και κιτρινωπά και λευκά, με κλαδάκια και λουλούδια… στίλβοντα εις τον ήλιον, χάρμα οφθαλμών, κειμήλια υψηλά κείμενα, στερεά βαλμένα εις τας κόγχας των, λείψανα παλαιών χρόνων και καιρών.»΄Έτσι περιγράφει το μοναστήρι Λαμπηδόνας ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στο διήγημά του «Η Γλυκοφιλούσα».

Σε μια φυσική αγκαλιά του Ανατολικού Πηλίου, κάτω από το χωριό Λαμπινού και δίπλα σχεδόν στη θάλασσα μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον από καστανιές, πλατάνια, δάφνες, μυρτιές, άγριες ροδιές και πολλές ελιές, βρίσκεται το ταπεινό μοναστηράκι της Παναγίας της Λαμπηδόνας.


Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή κτίστηκε από έναν κουρσάρο, του οποίου το πλοίο κινδύνευε να βυθιστεί κατά τη διάρκεια μιας θαλασσοταραχής. Όλοι στο πλήρωμα ήταν Τούρκοι και μόνο ένας Έλληνας ήταν σε αυτό. Ο καπετάνιος ζήτησε από τον Έλληνα να παρακαλέσει την Παναγία να τους βοηθήσει, υποσχόμενος, ότι εκεί που θα πέσει η μπάλα του κανονιού του, θα χτίσει μια εκκλησία προς τιμήν Της.
Η Παναγία εισάκουσε το αίτημα του κουρσάρου, και στο σημείο που έπεσε το βλήμα, ξεπήδησε μια θεϊκή λάμψη (λαμπηδόνα), η οποία υπέδειξε έναν όρμο ασφαλή και έσωσε το πλοίο. Ένα τμήμα της μπάλας αυτής σώζεται μέχρι σήμερα στο Ιερό της Μονής. Η Μονή ονομάστηκε Λαμπηδόνα και έτσι πήρε την ονομασία του το κοντινό χωριό της Λαμπινούς. ( πληρ.από ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ ).


Από τα χρωματιστά λιθανάγλυφα του γλύπτη Μίλτου Ζηπανιώτη που βρίσκονται στα υπέρθυρα της δυτικής και νότιας εισόδου του καθολικού, μαθαίνουμε ότι ο ναός κτίστηκε στα 1796 από τον λαϊκό αρχιτέκτονα Δήμο Ζηπανιώτη, με έξοδα του πρώτου αρματολού του Πηλίου Στέργιου Μπασδέκη, ηγουμενεύοντος Ιγνατίου ιερομονάχου και Δανιήλ ιερομονάχου.
Το διασωθέν κτιριακό συγκρότημα περιλαμβάνει τον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με το παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων δεξιά του καθολικού, τις δυτικές και ανατολικές πρόσφατα ανακαινισμένες πτέρυγες με διώροφα κτίσματα με ξύλινο προστώο. Το καθολικό της Μονής είναι μονόκλιτη βασιλική, με χαμηλό τρούλλο-ασπίδα. Τη δυτική και νότια πλευρά του Ναού περιβάλλει, η τυπική για τους Ναούς του Πηλίου, ξυλόστεγη στοά.



Το μοναστήρι πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου, στα 9μερα της Παναγίας, ενώ υπάρχει και μια δεύτερη πανήγυρη της Ζωοδόχου Πηγής. Η παράδοση θέλει την παλαιά εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής να έχει κλαπεί, και στη συνέχεια να έχει βρεθεί πάλι θαυματουργικά στη Μονή. Αυτό το γεγονός γιορτάζεται κάθε χρόνο, μετά το Πάσχα, ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής.
Αν και η Μονή κατά το παρελθόν είχε στελεχωθεί με σημαντικό αριθμό μοναχών (ανδρική), ωστόσο για πάνω από 100 χρόνια είχε εγκαταλειφθεί και λειτουργούσε μόνο ανήμερα της εορτής της Απόδοσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τα τελευταία χρόνια στη Μονή εγκαταστάθηκε γυναικεία αδελφότητα από πέντε μοναχές με Ηγουμένη την αδελφή Χρυσοστόμη, και την πνευματική καθοδήγηση του Αγιορείτη Γέροντα Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σταυρίδη, νέου κτίτορα της Ιεράς Μονής. Οι ακολουθίες τελούνται κατά το αγιορείτικο τυπικό.

Λίγες δεκάδες μέτρα από το μοναστήρι βρίσκεται η ομώνυμη ακτή στην έξοδο ενός φαραγγιού με χείμαρρο που καταλήγει στην θάλασσα. Παλιότερα η μικρή ακτή αποτελούσε τον ταρσανά της μονής. Η παραλία, γνωστή για τα πεντακάθαρα γαλαζοπράσινα νερά της, διαθέτει μεγάλο πάρκιγκ ( απαραίτητο στο Πήλιο), ντουζ, φυσική πηγή με νερό και ένα καφέ-εστιατόριο με θέα στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου.
Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι του κυρίου Γιώργου Κωστόπουλου ο οποίος μας έδωσε την άδεια του για την αναδημοσίευση facebook προφίλ